- χειλώ
- -όω, ΜΑ [χεῑλος]περιβάλλω κάτι ολόγυρα με χείλη, με ταινία από διαφορετικό υλικό, περιχειλώνω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
περιχειλώνω — περιχειλῶ, όω, ΝΜΑ περιβάλλω κάτι ολόγυρα με χείλη, με ταινία από διαφορετικό υλικό (α. «περιχειλώνω το τραπεζομάντηλο» προσθέτω στις άκρες τού τραπεζομάντηλου μπορντούρα β. «περιχειλώσας σιδήρῳ, ὡς ἄν μὴ σκεδαννύωνται οἱ λίθοι, Ξεν.). [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek
chiloma — ‖ chiloma Zool. (kaɪˈləʊmə) [mod.L., a. Gr. χείλωµα rim, edge, f. χεῖλος lip. Cf. Fr. chilôme.] The upper lip of a mammal when tumid and continued without interruption from the nose. in Syd. Soc. Lex … Useful english dictionary